- φάσκο
- το / φάσκον, ΝΜΑνεοελλ.κοινή ονομασία βρύου τών δένδρωναρχ.είδος λειχήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που δηλώνει αφ' ενός το φυτό ελελίσφακος, τη φασκομηλιά, και αφ' ετέρου ένα είδος λειχήνα, ο οποίος φύεται στις δρυς, δύο φυτά που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την ευχάριστη μυρωδιά. Η λ. απαντά με μεγάλη ποικιλία μορφών (πρβλ. φάσκον, φάσκος, σφάκος, σκάφος, σκαφίς, σφάγνον), από τις οποίες αρχική πρέπει να θεωρηθεί η γρφ. σφάκος, που απαντά και στην Μυκηναϊκή στον τ. pakowe. Από τον τ. σφάκος προήλθαν με μετάθεση τών συμφώνων, λόγω τής χρήσης τής λ. στην καθημερινή γλώσσα, οι τ. φάσκος (πρβλ. νεοελλ. φάσκελο* < σφάκελος [II]) και σκάφος. Αυτή η μετάθεση είχε συντελεστεί ήδη από την εποχή τού Πλουτάρχου και έτσι στη βυζαντινή εποχή απαντά ο τ. φασκομηλία (πρβλ. και τα νεοελλ. φασκό-μηλο, ελελί-φασκος). Τέλος, οι συνδέσεις τής λ. με τ. όπως: γερμ. barsch «αιχμηρός», αρχ. ινδ. barr «κορυφή», λατ. bastigium «κορυφή» ή με τους ελλ. τ. φάρσος* «κομμάτι» και φορκόνλευκόν, πολιόν, ῥυσόν δεν θεωρούνται πιθανές].
Dictionary of Greek. 2013.